- ἀριστοποιησάμενος
- ἀριστοποιέωprepare breakfastaor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαναλαμβάνω — Α [ἀναλαμβάνω] 1. (το ενεργ και το μέσ.) παίρνω ή δέχομαι κάτι επί πλέον 2. μεταχειρίζομαι κάτι επιπροσθέτως 3. ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από ανάπαυση («ἀριστοποιησάμενος καὶ προσαναλαβὼν τὴν δύναμιν ἐκ τῆς κακοπαθείας», Πολ.) 4. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek